Ρώμη: Ιστορία της πόλης
Η Ρώμη είναι η πρωτεύουσα της Ιταλίας, πρωτεύουσα της περιφέρειας του Λάτιου, της ομώνυμης επαρχίας και μία από τις ιστορικότερες πόλεις της Ευρώπης. Είναι ο πολυπληθέστερος δήμος της Ιταλίας με 2.705.603 κατοίκους (2006). Η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή έχει πληθυσμό περίπου 3.700.000 κατοίκους καθιστώντας την τον μεγαλύτερο δήμο της Ιταλίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατατάσσεται τέταρτη σε πληθυσμό μετά το Λονδίνο, το Βερολίνο και τη Μαδρίτη.
Μέσα στα όρια της βρίσκεται το Βατικανό, ένα ξεχωριστό κρατίδιο που είναι η έδρα της Καθολικής Εκκλησίας και του Πάπα.
Η Ρώμη είναι μια πόλη με σπουδαία ιστορία και αξιοσημείωτη προσφορά στην επιστήμη, τον πολιτισμό και τις τέχνες. Γι' αυτό το λόγο, καθώς και για τα πολυάριθμα και εξαιρετικής ομορφιάς μνημεία της, της έχει αποδοθεί η προσωνυμία «η αιώνια πόλη». Το ιστορικό της κέντρο έχει καταχωρηθεί στη λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ από το 1980.
Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ρωμύλος θεμελίωσε τη Ρώμη στον Παλατίνο Λόφο στις 21 Απριλίου 753 π.Χ.. Στη συνέχεια σκότωσε το δίδυμο αδελφό του Ρώμο και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της. Άλλος μύθος θέλει τον ευγενή Αινεία απο τη Τροία, ο οποίος έφυγε όταν καταστράφηκε η Τροία στον Τρωικό πόλεμο, να είναι ιδρυτής της Ρώμης αλλά αυτός ο μύθος επινοήθηκε απο τους Ρωμαίους συγκλητικούς όταν η Ρώμη έγινε αυτοκρατορία και ήθελαν να την παρουσιάσουν ως πολιτική συνέχεια μιας άλλης μεγάλης πόλης. Αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη οικισμών στην περιοχή ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα διαδοχικά στο Ρωμαϊκό Βασίλειο, τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και τελικά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην ακμή της η επιρροή της επεκτεινόταν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και τις ακτές της Μεσογείου, ενώ ο πληθυσμός της υπολογίζεται ότι ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο. Με την μετάβαση στο Χριστιανισμό απέκτησε και θρησκευτική σημασία και καθιερώθηκε ως η έδρα της Καθολικής Εκκλησίας. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η πόλη παρήκμασε και ο πληθυσμός μειώθηκε αισθητά. Στην περίοδο της Αναγέννησης δεν είχε πια την πολιτική ισχύ του παρελθόντος, γνώρισε όμως πολιτιστική και καλλιτεχνική ανάπτυξη λόγω της παρουσίας του Πάπα. Το 1871 έγινε η πρωτεύουσα της ενοποιημένης Ιταλίας. Τον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και σήμερα η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή έχει πάνω από 5 εκατομμύρια κατοίκους.
Κατά την πρώτη περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (1ος - 2ος αιώνας μ.Χ.), η Ρώμη ήταν η πολυπληθέστερη πόλη του τότε γνωστού κόσμου, με πληθυσμό που ξεπερνούσε σύμφωνα με εκτιμήσεις το 1,5 εκατομμύριο κατοίκους. Με την πτώση της αυτοκρατορίας, ο πληθυσμός της άρχισε να μειώνεται δραματικά, ως και 50.000 κατοίκους, ενώ παρέμεινε στάσιμος καθ'όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μόνο κατά την περίοδο της Αναγέννησης αυξήθηκε κατά μικρό ποσοστό.
Όταν η πόλη ενώθηκε με το Βασίλειο της Ιταλίας το 1870, αριθμούσε 200.000 κατοίκους που αυξήθηκαν σε 600.000 στα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά την περίοδο του φασισμού ο πληθυσμός της άγγιξε το 1.000.000. Κατά την περιόδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρώμη συνέχισε να αναπτύσσεται πληθυσμιακά, απόρροια και του οικονομικού μπουμ των δεκαετιών του 1950 και 1960 που συντελέστηκε στην Ιταλία.
Σύμφωνα με την ιταλική στατιστική υπηρεσία, 199.417 κάτοικοι είναι ξένοι υπήκοοι, που αντιπροσωπεύουν το 7,4% του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Εξ αυτών, οι πολυπληθέστερες κοινότητες είναι των μεταναστών από τη Ρουμανία, τις Φιλιππίνες και την Πολωνία.
Από την 'Βικιπέντια', την διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια |