Δήλος: Το Δήλιον Δίλημμα
Καθώς το καραβάκι πλησιάζει στο αρχαίο λιμανάκι της Δήλου, είναι ώρα, αν δεν το ΄χεις ήδη κάνει, ν’ αποφασίσεις: Τί λογής επισκέπτης της θα είσαι;
Πέτρινα πανάρχαια λιοντάρια, βουλίσματα (ερείπια) αρχαίων σπιτιών, μαγαζιών και ιερών λατρείας, εδώ το μισό κορμί ενός θεού να φυτρώνει απ’ το χώμα, αλλού τα αναπάντεχα δελφίνια, όχι στο Αιγαίο τριγύρω, μα σε μωσαϊκά, στη μέση της καφτής πέτρας, πολύβουα κάποτε δρομάκια παραδομένα στη γαλήνη των κυκλάμινων. Ναι! Είναι ώρα ν’ αποφασίσεις! Τί λογής επισκέπτης του νησιού θα είσαι;
Από τη μια, ο πειρασμός: Αφού δύσκολο να υψωθούμε για να φτάσουμε στο ύψος του ερειπιώνα, ας τον φέρουμε στα μέτρα της μετριότητάς μας. Ψηφιακές βιντεοσκοπήσεις, όπου καταγράφονται τα πάντα πλην της ψυχής του τόπου, μετά μανίας φωτογραφήσεις, εγώ στο αρχαίο θέατρο, εγώ στο Υδραγωγείο, εγώ και τα λιοντάρια, εγώ κι ο Διόνυσος, εγώ και οι Φαλλοί, εγώ κι εγώ. Φωνές ασέβειας, γέλια, σάντουιτς και κοκα-κόλα. Σκαρφάλωμα στα ιερά μαρμάρινα σπαράγματα, σχόλια ειρωνικά για τους «κουτόφραγκους» που, με ευλαβική προσοχή, προσπαθούν μάταια ν’ ακούσουν τα που τους εκμυστηρεύεται ο ξεναγός τους. Τουρισμός-πειρατεία.
Ή, από την άλλη, οι που γνωρίζουν την τέχνη να μπορούν να γυρίζουν τον εαυτό τους το μέσα έξω, σαν κάλτσα, προσκύνημα τόπου ιερού. Όχι, δεν είναι θαμπά τα ερείπια, το θάμπος και το θάμβος είναι στα μάτια σου. Νά, που ακούς το επιλόχιο βογγητό της Λητούς, εννιά μερόνυχτα ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο για να γεννήσει δυο θεούς! Νά, η Άραλος που μαϊνάρει την πέτρινη άγκυρα για να ξεφορτώσει το πολύτιμο φορτίο της, θησαυρούς και αναθήματα, νά, ο Ερεσίχθων, ο πρώτος βασιλιάς της Αθήνας, θεωρός (προσκυνητής) του Ιερού. Το νησί, ξαφνικά, δεν είναι κατάξερο, είναι γεμάτο από λιόδεντρα και συκιές και αμπέλια και δάφνες. Στο τέμενος δεν υψώνεται μόνο ο μοναχικός φοίνικας, παρά ολόκληρο άλσος. Το σούρσιμο της σαύρας σκεπάζεται από το κελάηδισμα χιλιάδων πουλιών. Εδώ, στην εκβολή του χείμαρρου Ινωπού, δε βλέπεις το έλος με τις καλαμιές, παρά την αρχαία ιερή λίμνη. Δε σ’ ενοχλεί πια ο κατακόρυφος ήλιος, δεν είναι αυτός, είναι ο Απόλλωνας που λάμπει. Τα νεκρά καλντερίμια ζωντανεύουν, οι μαγαζάτορες κομπεταλιαστές διαλαλούν την πραμάτεια τους στους αιώνες, διόμισυ χιλιάδες χρόνια διαλαλούν την πραμάτεια τους, απ’ το πηγάδι στην αυλή του σπιτιού του Διονύσου μια κοπελούδα τραβάει δροσερό νερό, τρανταχτά γέλια ξεχύνουνται την κατηφόρα από τον ανδρώνα του σπιτιού των Δελφινιών και του σπιτιού της Tρίαινας. Λειτουργίες στα ιερά του Hρακλή, του Δία, της Aθηνάς, της Ήρας, του Σάραπη, της Ίσιδας, ψαλμωδίες στο ιερό των συριακών θεοτήτων και στο Σαμοθράκειο, το ιερό των θεοτήτων της Σαμοθράκης. Είσαι θεατής παράστασης λαμπρής στο αρχαίο θέατρο, άθελά σου ζηλεύεις τους νοικοκυραίους στα δίπατα και τρίπατα μέγαρα που διακρίνεις από την κερκίδα σου.
Και ξαφνικά, ξαφνικά, είναι το 88 π.Χ., είναι το 69 π.Χ. και ο χώρος γεμίζει κλαγγή σπαθιών και άγριες κραυγές εισβολέων και καπνούς και οιμωγές και αίμα. Η εποχή του Διόνυσου πεθαίνει και αυτός, φτερωτός, προσπαθεί να δραπετεύσει καβάλα στον πάνθηρα, τα δελφίνια, πανικόβλητα, κάνουν την τελευταία βουτιά τους μέσα στο χώμα που καλύπτει τα μωσαϊκά, βουτιά που θα κρατήσει 1900 τόσα χρόνια. Μόνο οι σαύρες χαμογελούν, ασφαλείς μέσα στις τρύπες τους, να ονειρεύονται μόνο αυτές να απολαμβάνουν τον Απολλώνειο ήλιο. Πώς αναποδογύρισε έτσι η τάξη του κόσμου; Πώς ο τόπος που ήταν απαγορευμένο να γεννηθεί κανείς ή να πεθάνει, χώρεσε τόσο θάνατο;
Ώρα να φύγεις. Φωτισμένο με δήλιον φως, το τελευταίο πλοίο σε περιμένει. “Δήλον έστι” (είναι φανερό) πως στη Δήλο θα ξαναέλθεις.
Μιχάλης Τζιώτης
|
|