Δωδώνη: Ιστορία του Μαντείου
Το όνομα Δωδώνη πιθανόν προήλθε από την ομώνυμη ωκεανίδα Νύμφη ή από τον Δώδωνο ποταμό. Η πόλη είναι γνωστή και από το πασίγνωστο και αρχαιότερο Μαντείο της, όπου στον χώρο αυτό από τον 30ο αιώνα λατρευόταν η Θεά Γη στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Από 20ο με 19ο αιώνα, οι Σελλοί της Ελλοπίας καθιέρωσαν τη συλλατρεία του Θεού Διός Δωδωναίου και της Θεάς Διώνης.
Στο χώρο λατρευόταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάϊος καθώς και η σύζυγός του Διώνη (ηπειρωτική σύλληψη του «θηλυκού» Διός που σχηματοποιεί μαζί του «Ιερό Ζεύγος», στην οποία, ως θεομητέρα, προσετέθη αργότερα και τη Θεά Αφροδίτη ως «Κόρη»). Οι ιερείς του Μαντείου στην αρχή ήσαν μόνον άνδρες, αλλά αργότερα προσελήφθησαν και τρεις ηλικιωμένες γυναίκες οι «Πελειάδες» που τραγουδούσαν τον περίφημο ύμνο «ΖΕΥΣ ΗΝ, ΖΕΥΣ ΕΣΤΙ, ΖΕΥΣ ΕΣΕΤΑΙ. Ω, ΜΕΓΑΛΕ ΖΕΥ !» (Ο Ζεύς ήταν, ο Ζεύς είναι, ο Ζεύς θα είναι. Ω, Μεγάλε Δία !). «ΚΑΤ’ΑΡΧΑΣ ΜΕΝ ΟΥΝ ΑΝΔΡΕΣ ΗΣΑΝ ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΥΟΝΤΕΣ. ΥΣΤΕΡΟΝ Δ’ ΑΠΕΔΕΙΧΘΗΣΑΝ ΤΡΕΙΣ ΓΡΑΙΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΣΥΝΝΑΟΣ ΤΩΙ ΔΙΙ ΠΡΟΣΑΠΕΔΕΙΧΘΗ ΚΑΙ Η ΔΙΩΝΗ» ( Στράβων, 329 ).
Χαρακτηριστικό των ιερέων ήταν ότι περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμόντουσαν κατά γης ώστε να είναι σε συνεχή και άμεση επαφή με τη Γή και τον Πατέρα των Θεών και ανθρώπων και να είναι σε θέση να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια. Οι χρησμοί του Μαντείου δίδονταν μετά την ακρόαση του θροϊσματος της Ιεράς Φηγού ( Δρυός ), του κελαρύσματος του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, του κελαηδήματος των περιστεριών που διέμεναν επάνω στην Φηγό ( Πέλειες ή Πελειάδες ), καθώς και του ήχου των λεβήτων που ήσαν επάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου ( μεγάλος λέβητας ) που ήταν αναρτημένος επάνω σε αυτό. Επί πολλούς αιώνες, το Ιερό ήταν υπαίθριο και οι ιεροπραξίες καθώς και οι μαντείες τελούντο γύρω από τον χώρο της Ιεράς Φηγού. Τα πρώτα αφιερώματα από τη νότιο Ελλάδα εμφανίζονται στα τέλη του 8ου αιώνος. Τον 5ο αιώνα κατασκευάσθηκε η Ιερά Οικία κι ο πρώτος Ναός των Θεών, που αργότερα έγινε μεγαλύτερος, καθώς προσετέθησαν στοές, οικήματα και περίβολος. Επίσης, τον 3ο αιώνα ιδρύθηκε ένα μεγάλο Θέατρο 18.000 θέσεων, όπου κάθε τέσσερα χρόνια τελούντο τα «Νάϊα» προς τιμήν του Θεού Ναϊου ή Τμαρίου ( από το εγγύς όρος Τόμαρο ) Διός. Ανεγέρθησαν επίσης το Βουλευτήριο της Ηπειρώτικης Συμμαχίας, το Πρυτανείο, καθώς και Ναοί των Θεών Θέμιδος, Ηρακλέους και Αφροδίτης.
Σύμφωνα με τον μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης πήρε η Θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς και είχε την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. Επίσης, στο Μαντείο της Δωδώνης είχε έλθει ο Οδυσσεύς για να πάρει χρησμό σχετικά με την επιστροφή του στην Ιθάκη καθώς κι ο ήρως Αινείας από την Τροία, όταν, μετά την καταστροφή της, έλαβε χρησμό για το μέρος που θα έκτιζε τη νέα του πόλη (Ρώμη). Στο Μαντείο της Δωδώνης απευθύντονταν κυρίως οι Ηπειρώτες, οι Μακεδόνες, οι Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί, καθώς και κάποιοι από τους υπόλοιπους μη Δωριείς Έλληνες που θεωρούσαν ότι το Δελφικό Μαντείο μεροληπτούσε υπέρ των Δωριέων (αν και ο Κικέρων διασώζει ότι και οι Σπαρτιάτες ακόμη σε θέματα μεγάλης σπουδαιότητος απευθύνονταν στο Μαντείο της Δωδώνης, βλ. «De Divinatione» i, 43).
Η πρώτη επίσημη λήψη δωδωναίων χρησμών από τους Αθηναίους θεωρείται αρχαιότατη (επί βασιλείας Αφείδαντος).
Το 219, όταν εισέβαλαν στη Δωδώνη οι Αιτωλοί υπό τον στρατηγό Δορύμαχο, κατέστρεψαν το Ναό και τα άλλα κτίρια αλλά δεν πείραξαν το Μαντείο. Το Ναό ανοικοδόμησε τον επόμενο χρόνο ο Μακεδών βασιλεύς Φίλιππος ο Ε'. Νέα καταστροφή εγνώρισε το Ιερό το έτος 167, από τον εισβολέα Ρωμαίο Αιμίλιο Παύλο, ανοικοδομήθηκε ωστόσο πάλι το έτος 31 από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο.
Το Μαντείο εξακολούθησε να ακμάζει και να εμπνέει τον σεβασμό έως την ύστερη αρχαιότητα. Το έτος 120 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Αδριανός επισκέφθηκε το Μαντείο ως προσκυνητής, το δε έτος 362 μ.Χ., ο Ιουλιανός είχε ζητήσει την συμβουλή του πριν την εκστρατεία κατά των Πάρθων.
Μετά την επικράτηση των χριστιανών, τα οικήματα του Μαντείου, τα αγάλματα και ό,τι υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή, κατεστράφησαν εκ θεμελίων. Οι μάντεις και οι λοιποί ιερείς του Θεού Διός είχαν ήδη εκδιωχθεί βιαίως από τον χριστιανό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε βεβηλώσει τον χώρο με εμφύτευση χριστιανικής εκκλησίας και απαγωγή του λατρευτικού αγάλματος του Θεού Διός και μεταφορά του ως τρόπαιο στη Γερουσία της Νέας Ρώμης. Το έτος 391 μ.χ.χ., επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου, κόπηκε από τη ρίζα η πανάρχαια Ιερά Φηγός και εκτίσθησαν στο χώρο του Ιερού δύο χριστιανικές βασιλικές. Μετά από συνεχόμενους βανδαλισμούς και διώξεις των εκεί Εθνικών, έπαψε να λειτουργεί το Ιερό και ερήμωσε η πόλη της Δωδώνης.
Το Ιερό έμεινε σκεπασμένο από τα χώματα και τη λησμονιά έως τον 19ο αιώνα. Οι πρώτες ανασκαφές από τον Κ. Καραπάνο (1875), επιβεβαίωσαν τη θέση του Ιερού και απέδωσαν πολυάριθμα ευρήματα. Ακολούθησαν ανασκαφές από την Αρχαιολογική Εταιρεία την περίοδο 1913 - 1921 (υπό τη διεύθυνση του Γ. Σωτηριάδη), 1929 - 32 και 1952 - 1959 (Δ. Ευαγγελίδης), κ.ά. |
|