Αιγαίο, Κυκλάδες, Τήνος. Ένας χώρος, ένα περιβάλλον, μια διαδρομή από τα γεωλογικά αρχέτυπα μέχρι το σημερινό κυματισμό σε μια θάλασσα που πάλλεται μέσα από μύριους μικρούς καθρέφτες. Καθένας και μια εικόνα που καθρεφτίστηκε στα νερά κι έμεινε αναλλοίωτη κι αξεθώριαστη στη λάμψη της μαρμαρυγής. Και κάτω από έναν ήλιο ανελέητο οι γιοι του Βορέου, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς, από την κορφή του Τσικνιά ελευθερώνουν το στοιχείο του ανέμου. Ακίνητο, απέναντι σ’ όλα, μα καθόλου παθητικό προβάλλει το ανάγλυφο, το περιβάλλον, το τοπίο. Η Πέτρα! Πέτρα, Ήλιος και Άνεμος. Σχέση τριαδική και μονοϋπόστατη.
Μέσα σ’ αυτή τη σχέση βλάστησε ο σπόρος του Τηνιακού, ρίζωσε και ανδρώθηκε. Δαρμένος απ’ το κύμα και τον άνεμο, πυρακτωμένος μα και λουσμένος στο φως από τον ήλιο, ακουμπά στην πέτρα, τη μάνα του παντός. Ανακαλύπτει σαν άνθρωπος ότι η πέτρα αυτ’η γεννά το χώμα κι αυτό, με τη σειρά του, το σπόρο που μέλλει να ζήσει λίγους μήνες ή χρόνια ολόκληρα. Ότι η πέτρα αυτή φιλοξενεί το λιγοστό νεράκι που καταφέρνει να μπει μέσα της. Η ίδια αυτή πέτρα που κρατά ια τον εαυτό της το δικαίωμα να βγαίνει από τα βάθη άθικτη, αναλλοίωτη, αγέρωχη και καρτερική μαζί. Κι ο Τηνιακός δουλεύει την πέτρα μην έχοντας υλικό άλλο. Ο σχιστόλιθος του δίνει τα πάντα. Μ’ αυτόν μαζί θα δουλέψει το σπίτι και θα το σκεπάσει με τα στεγάδια. Θα χτίσει το τζάκι του και θα παίξει με τις πλάκες της πέτρινης καμινάδας. Θα φτιάξει ό,τι μπορεί και ό,τι δεν μπορεί να φτιαχτεί από πέτρα για να μαζέψει το πολύτιμο νεράκι και για να αντιμετωπίσει την καθημερινή του ζωή. Αυτήν την πέτρα θα μαζέψει, σε μια διαδρομή εκατοντάδων χρόνων ιδρώτα, για να φτιάξει τις πεζούλες και, πίσω απ’ αυτές, τα μικρά χωραφάκια για να βρει χώμα ο σπόρος και για να μη χαθεί με τη βροχή το λιγοστό χωματάκι. Κι όταν θέλει να κάνει σπονδή στην τέχνη, σε μιαν άλλη τέχνη, πάει δίπλα στο σχιστόλιθο να βρει το μάρμαρο. Τότε αλλάζει κι όνομα. Από Τηνιακός μάστορας, τώρα λέγεται Χαλεπάς και λέγεται Φιλιππότης και λέγεται Σώχος και λέγεται με κάποιο από τα ονόματα αυτών που και σήμερα την πέτρα αυτή σκαλίζουν.
Έτσι, όταν μαζί με τους Ενετούς έρχονται και οι περιστεριώνες στο νησί, ο Τηνιακός μάστορας είναι έτοιμος. Μαθαίνει ότι τα περιστέρια προσφέρουν το καλύτερο λίπασμα, με μια ιδανική διαδρομή από τον αέρα, εξασφαλίζουν το κρέας για τον ιδιοκτήτη τους κι ο ίδιος, όταν φύγουν οι Ενετοί, θα κρατήσει και τα χωραφάκια και τα περιστέρια. Θυμάται όμως και τη σχέση του με την πέτρα. Θυμάται πώς δούλεψε και δουλεύει τα σπίτια του, τα εκκλησάκια και εικονοστάσιά του, τους ανεμόμυλους, τα γεφυράκια, τις κρήνες. Κι αποφασίζει να δόσει και στους περιστεριώνες το μερίδιο απ’ την τέχνη του. Κι έτσι τους χτίζει, τους πελεκά, τους στολίζει και τους κεντά με όλα εκείνα τα αρχέτυπα και πάντα ζωντανά στοιχεία που κρατούν μέχρι σήμερα σε εγρήγορση και διέγερση αρχιτέκτονες, λαογράφους και κάθε λογής μελετητές της τέχνης και της ιστορίας. Όμως, κάτι λείπει ακόμα! Τα χρώματα του Αιγαίου είναι τρία. Το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Το καφέ της πέτρας. Και το λευκό της πάστρας, της αρχοντιάς, του ήλιου και της ανθρώπινης δημιουργίας. Τους ασβεστώνει, όταν δεν τους αφήνει στο καφέ της πέτρας.
Οι Τηνιακοί περιστεριώνες περιγράφτηκαν, ζωγραφίστηκαν, φωτογραφήθηκαν όσο κανένα άλλο στοιχείο του νησιού. Ένα λεύκωμα ακόμα τί θα μπορούσε να προσθέσει; Κι όμως, οι περιστεριώνες του Ιωσήφ Β. Χατζηπαυλή έχουν να προσθέσουν. Όχι βέβαια στην τουριστική διαδρομή του θέματος, μα ούτε και στην συμβατική εικαστική διαδρομή. Ο ζωγράφος, με τη γνωστή του μαεστρία και τη δημιουργική του φαντασία, τους βλέπει σαν γέννημα της σχέσης άνθρωπου και πέτρας, μέσα στην αρχέγονη τριαδική και μονοϋπόστατη σχέση. Λουσμένους στο πυρακτωμένο φως και κόντρα στον άνεμο. Χαριτωμένους μα και αγέρωχους. Κομψούς μα και επιβλητικούς. Παλιούς μα και ζωντανούς. Έτσι δικαιολογείται η επιλογή της τεχνοτροπίας και των μέσων που διάλεξε ο καλλιτέχνης. Αυτή τη σχέση θέλει να δείξει και αυτή δείχνει, αν καλά σε κατάλαβα, φίλε Ιωσήφ.
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ Καθηγητής Γεωλογίας Πανεπιστημίου Αθηνών Μάρτης 1996 |